- διαδοχή
- η (AM διαδοχή)1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων4. συρροή, συχνότητα5. επέλευση, επακολούθηση6. φρ. «κατὰ διαδοχὴν» ή «ἐκ διαδοχῆς» — διαδοχικά, εκ περιτροπήςαρχ.-μσν.κληρονομίααρχ.1. παραδοχή, παράληψη2. στρατιωτικό σώμα το οποίο αντικαθιστά άλλο3. «διαδοχὴ τῶν τέκνων» — η γέννηση απογόνων.
Dictionary of Greek. 2013.